γυναικονόμος

γυναικονόμος
γυναικονόμος, ο (Α)
άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις τής αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυναικονόμος — supervisor of women masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμοι — γυναικονόμος supervisor of women masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμοις — γυναικονόμος supervisor of women masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμον — γυναικονόμος supervisor of women masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμους — γυναικονόμος supervisor of women masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμων — γυναικονόμος supervisor of women masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονομώ — γυναικονομῶ ( έω) (Α) [γυναικονόμος] είμαι γυναικονόμος …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • γυναικονομία — γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος] 1. αξίωμα τού γυναικονόμου 2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • συγγυναικονόμος — ὁ, Α αυτός που έχει το αξίωμα τού γυναικονόμου μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γυναικονόμος «άρχοντας που επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”